πλευριτικός

πλευριτικός
-ή, -ό / πλευριτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πλευρίτις]
1. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα
2. ο σχετικός με την πλευρίτιδα ή εκείνος που προκαλείται από αυτήν (α. «πλευριτικό υγρό» β. «πλευριτικός πυρετός», Γαλ.)
αρχ.
1. (για φάρμακα) κατάλληλος για τη θεραπεία τής πλευρίτιδας
2. θεολ. αυτός που ανήκει στην πλευρά τού Αδάμ ή τού Χριστού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλευριτικός — suffering from pleurisy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευριτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην πλευρίτιδα: Πλευριτικός πυρετός. 2. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα: Αυτός είναι πλευριτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλευριτικά — πλευριτικός suffering from pleurisy neut nom/voc/acc pl πλευριτικά̱ , πλευριτικός suffering from pleurisy fem nom/voc/acc dual πλευριτικά̱ , πλευριτικός suffering from pleurisy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευριτικῶν — πλευριτικός suffering from pleurisy fem gen pl πλευριτικός suffering from pleurisy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευριτικόν — πλευριτικός suffering from pleurisy masc acc sg πλευριτικός suffering from pleurisy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευριτικοῖς — πλευριτικός suffering from pleurisy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευριτικοῖσι — πλευριτικός suffering from pleurisy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευριτικοῖσιν — πλευριτικός suffering from pleurisy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευριτικοί — πλευριτικός suffering from pleurisy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευριτικοῦ — πλευριτικός suffering from pleurisy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”