- πλευριτικός
- -ή, -ό / πλευριτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πλευρίτις]1. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα2. ο σχετικός με την πλευρίτιδα ή εκείνος που προκαλείται από αυτήν (α. «πλευριτικό υγρό» β. «πλευριτικός πυρετός», Γαλ.)αρχ.1. (για φάρμακα) κατάλληλος για τη θεραπεία τής πλευρίτιδας2. θεολ. αυτός που ανήκει στην πλευρά τού Αδάμ ή τού Χριστού.
Dictionary of Greek. 2013.